- περαίνειν
- περαίνωbring to an endpres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νεβλάραι — νεβλᾱραι (Α) (κατά τον Ησύχ.) «περαίνειν». [ΕΤΥΜΟΛ. Γλώσσα που συνδέεται πιθ. με τον τ. «νεβλάρεται», τον οποίο παραδίδει ο Φώτιος … Dictionary of Greek
νεβλάρεται — (Α) (κατά τον Φώτ.) «περαίνει, ἄσημος φωνὴ ἐπὶ τοῡ περαίνειν» … Dictionary of Greek
περαίνω — ΝΜΑ, ποιητ. τ. πειραίνω, Α 1. φέρω κάτι σε πέρας, ολοκληρώνω την εκτέλεση κάποιου πράγματος, τό αποπερατώνω 2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) πεπερασμένος, η, ον βλ. πεπερασμένος αρχ. 1. (για λόγο) δίνω τέλος, παύω («πέραινέ μοι λόγον», Ευρ.) 2. (για… … Dictionary of Greek